- αποκάθημαι
- ἀποκάθημαι (AM)1. κάθομαι χωριστά, μακριά2. παραμένω αργός, αδρανώ3. (το θηλ. της μτχ. ως ουσ.) ἡ ἀποκαθημένηη γυναίκα που έχει εμμηνόρροια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποκάθημαι — ἀπό , κατά κάθημαι to be seated pres ind mid 1st sg ἀπό , κατά κάθημαι to be seated pres ind mid 1st sg (ionic) ἀπό κάθημαι to be seated perf ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)